Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

ΚΑΙ ΕΓΩ ΠΗΡΑ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ ΑΣΗΚΩΤΑ ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΑ ΤΑ ΜΠΗΞΩ ΣΤΑ ΝΕΑ ΜΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 Γυρίζουν πίσω οι παλιοί μου στίχοι.   Κι είναι νύχια τώρα.

Νύχια του δεξιού χεριού που δεν βρέθηκε κανείς να μου κόψει.

Μάκρυναν έγειραν   και τώρα γρατζουνάνε τα ντουβάρια.

Έβαλα το κεφάλι μου στα στήθη της Σαλώμης   να ναρκωθώ να μη νιώθω.

Και με κλωσάει.

Έγινα σα να λέμε: καθώς το αυγό   στα δυο λιθάρια.

Αλλά μυρίζει ωραία.   Κι ανασαίνω γλυκά!..

Μετά μου παίζει το ντέφι το γύφτικο: 

-Πώς βάφεται η κυρία;    Πώς χτενίζεται η κυρία; Πώς κάνει και σοφάρει;

Χορεύω στο ρυθμό της.

Και μύρια να υπαινίσσονται τα ντεκολτέ στους δρόμους…

 

Όρνια και σκυλιά!  Στο διάολο είπα.

Εγώ μπήγω τα νύχια μου. 

Και τους ξεσκίζω εγώ μεμιάς τους δυο θεούς μου.

Πήρα τους δρόμους.   Σ’ άγρια ταβέρνα μετά.

Χόρευε κι ίδρωναν τα στήθη.

Με την ουρά και τα φιδίσια μάτια   κρεμ αλλού κι αλλού κόκκινη:

Μεθυσμένο κεφάλι μου   να σπαράζει το χέρι μου

τεντωμένα τα νύχια του    ναρκωμένα στο ύψος της

να ικετεύω στα γόνατα    τις θηλές τις αγέρωχες:

Την Ντολόρες ντελ Ρίο!    Τη θεία Ντολόρες!

 

Που βρόμισε τέλος κι αυτή

σκυλιά κι όρνεα    και σάπια βυζιά.

 

Κι εγώ πήρα   τα νύχια μου ασήκωτα

μοναχός να τα μπήξω    στα νέα μου ποιήματα.

[ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΤΗ ΣΑΛΩΜΗ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Γιάννη Βαρβέρη ΤΟΜΟΣ Α Ποιήματα 1975-1996 κι άλλα ποιήματα από αυτή τη συλλογή ]

 


ΤΟ ΜΟΝΟ ΜΟΥ ΠΑΡΤΥ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Ήδη στα μέλη μου το τζην είχε κολλήσει

ουρλιάζοντας τις άγριες υποσχέσεις του

τα πέλματα γλιστρούσαν στο ταβάνι που αναβόσβηνε

φερμουάρ κουμπιά λικνίζονταν στις προσταγές του ιδρώτα

όλα τ’ αγόρια σε ρυθμό απειλής

χορεύαμε κρατώντας νεροπίστολα σοκολατένια

με το ακριβό μας σπέρμα να ζυγιάζεται

στη μέθη της σκανδάλης

μέλι γλείφοντας  μέλι που έσταζε πηχτό

απ’ τον πολυέλαιο κι απ’ τους τοίχους κι απ’ τα δάχτυλα.

Χρυσά ποντίκια τέντωναν υγρή γλωσσίτσα στις θηλές

σε ξιφασκία εγερτηρίου ρίγους

ενώ οι οσμές ζύμωναν ήδη τις οσμές

που θα ’πιναν σε λίγο η μια την άλλη.

Κανείς δεν είδε κείνον που είχε μπει λαθραία

κι άρχισε να μας ζωγραφίζει απ’ τη γωνιά

κι όποιον κι ό,τι ζωγράφιζε

απολιθωνόταν μέσα στο δωμάτιο.

Κανείς μόνον εγώ την τελευταία στιγμή

πριν να μ’ αγγίσει εκεί στο καβαλέτο

πετάχτηκα μισόγυμνος στην υγρή νύχτα

ξέροντας πια τι πάρτι ήταν αυτό και τι παγίδα

του άθλιου γερο-Μπος μετά από πέντε αιώνες.

 

 

ΤΙΝΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ ΤΟΥ ΤΣΙΓΑΡΟΥ ΜΟΥ

Άφηνα τότε το τσιγάρο μου να καίγεται ώρα

κι όταν γύριζα

σάλευε στο τασάκι ετοιμοθάνατο

ένα μακρύ σταχτί σκουλήκι:

γόπες που μάζεψα με προσοχή και φύλαξα

σε σκαλιστές ξύλινες θήκες

μη σπάσουνε και διαλυθούνε

τα λεπτά κορμάκια τους.

Τ’ ανοίγω μια στις τόσες   και βλέπω τι έχασα.

 

Τώρα καπνίζω μια ιδέα λιγότερο

και προσηλώνομαι στον έγχρωμο καπνό

προς το βαθύ κυανό    που πρωτοβγαίνει.

Τη στάχτη μου όμως

σαν γίνει λίγο    σαν πάρει σώμα

αμέσως την τινάζω νευρικά.

Κι όλο καινούργια καύτρα ξεπροβάλλει.

Και τότε τρέμω στη λάμψη του ματιού της

και συγκεντρώνεται αίμα στους καρπούς μου

κι οι φλέβες μου πετάγονται απ’ τον ύπνο τους

και κοκκινίζουν οι παλάμες

κι όλο το χέρι μου σε ιδρώτα σε ιδρώτα σε συναγερμό

αρπάζει το τσιγάρο και τ’ αδράχνει

με τα χέρια του

σαν να ’χω εμπρός μου

και να σπαρταρά

το τελευταίο κορμί

της ζωής μου.

[από την πρώτη ενότητα – Νύχτα και Νικοτίνη - στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]

 

ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Τα βράδια οι άνθρωποι ξαπλώνουνε να κοιμηθούν.

Μόνον αυτοί που ξενυχτούν αγριεύονται

μα δεν τους παίρνεις λέξη το πρωί.

Τα βράδια κάτι γέρικα μωρά πουδραρισμένα

βαριανασαίνουν πίσω από σκισμένα χείλη χάλκινα

φορούν μαύρα κοστούμια μικροσκοπικά

και περιφέρονται στους νοτισμένους δρόμους.

Είναι φρέσκοι νεκροί που τίναξαν με δύναμη

τα χώματα από πάνω τους

μπαίνουν στην πόλη ψάχνουν τα μαιευτήρια

κρυφά τρυπώνουν στις θερμοκοιτίδες

πνίγουν τα βρέφη χώνονται στα κρεβατάκια τους

και το ξημέρωμα προσμένουνε τη διανομή

στις στοργικές κι ανυποψίαστες ρώγες.

 

 

ΕΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

«Αφού λοιπόν ο νεκρός δεδικαίωται

τώρα σας λέω πως είχα τσέπες

στο γυμνό μου δέρμα.

Στην ανακομιδή στα τρίχρονα

όλοι εσείς που ’χατε  νταραβέρια με το σώμα μου

σύρτε τη λήθη σας μέχρι το λάκκο

θα βρείτε κει κομμάτια γλώσσας χείλη

κραυγές χνούδια λαιμών κοντές ανάσες

ελάτε να σκυλέψετε με τη σειρά σας

ό,τι σας σκύλεψα είναι άθικτο σας περιμένει

έχω μια μουσική για σας από τα πλήκτρα των δοντιών

ελάτε

τ’ αρπαχτικά σας δάχτυλα καυτά να νιώσω

για τελευταία φορά στα κόκαλά μου…»

[από τη  συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982, πρώτη ενότητα ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΝΙΚΟΤΙΝΗ]

 

 

Ο ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Ι

Κομισάριος   πάνω στη γέφυρα

με το μαστίγιο   τα τρένα τρομοκρατώ.

 

Κομισάριος   σκύβω στη γέφυρα

τα τρένα εκλιπαρώ    για ένα χορό

για έναν ίλιγγο

με το βαθύ μπλουζ των ματιών μου.

-ΙΙ-

Στο τούνελ    τρένο καφέ

αναβοσβήνει την καρδιά του.

Αν σταματήσει μια καρδιά    μέσα στη ζέστη

είναι μπανάλ ο θάνατος.

Απ’ το παγκάκι του σταθμού

α, αλλάζει:

Αποσύρεσαι   κόμη αγέρωχη

στη μέση σκαλωμένο το χτενάκι

να χρυσίζει.

-ΙΙΙ-

Σταθμός Θησείο

κι απέναντι στο τρένο μου

κι απέναντι στο πρόσωπό μου

αντικρινό μου τρένο   κι αντικρινό μου πρόσωπο

του έρωτα    που δεν τον προλαβαάινεις.

V-

Μέσα στο καλοκαίρι

μες στο συνωστισμό

το μεσημέρι    πήρ’ ένα χέρι

και τ’ ακούμπησε    πάνω της

-V-

Αυτός    με βήμα απόφασης

κομμένο μισό

μάγκωσε    στις αυτόματες πόρτες

Μόνο που φαίνεται

στη μασχάλη του   η εφημερίδα

τρελό πουλί κι αυτή    που δεν επρόλαβε.

-VΙ-

Κι οι Ποιητές

παίρνουνε κάποτε

τις κυλιόμενες της Ομονοίας.

Άλλοι το κάνουν για να κόψουν δρόμο

γλιτώνοντας κάνα φανάρι

κι άλλοι καταβαίνουνε φριχτοί

μ’ ένα τούνελ στα μάτια τους

-VΙΙ-

Όλοι εμείς προς Ομόνοια

κι ο Μένανδρος

από βαγόνι σε βαγόνι ανάποδα

προς Κηφισιά

-VΙΙΙ-

Μοναστηράκι.   Γάτες κόβουν βόλτες

πάνω στους τσίγκους του σταθμού.

Αφηρημένος.

Κάποτε σηκώνουν το δεξί τους πόδι   ψηλά

και μας διευθύνουν.

Σε λίγο το ξεχνούν.

Κι η μουσική σταματά.

-ΙΧ-

Τρεις το πρωί   σο σταθμό της Βικτώριας.

Τρεις το πρωί

μετά τόση σκληρότητα

οι ράγιες μαλακές

φέρνουν εδώ   τον καπνό των ερώτων τους.

-Χ-

Σαν με πίνει το τούνελ σου αγάπη μου

είν’ αυτό το τσιγάρο στο απέναντι κάθισμα

μόνο φως στο σκοτάδι της σήραγγας

ένας άψογος Κύριος, φαντάζομαι.

 

Σαν διασχίσω το τούνελ σου αγάπη μου

σαν ανάψω τσιγάρο κι αντικρίσω την πόλη μου

Αυτός σβήνεται, χάνεται ολότελα

ως να λάμψει μια μέρα, φαντάζομαι

 

αδυσώπητος, άψογος πράγματι.

-ΧΙ-

Πήχτρα το βαγόνι.

Όλη ένα τζην.

Λαϊκιά ατημέλητη απίθανη.

Όρθιοι. Κολλημένοι κι οι δυο.

Αδέξιος.  Σίγουρη.

Περισσός. Περισσός κι άπρακτος.

Κατεβαίνει. Με θεία

τη δεξιά της κωλότσεπη.

Στο αυτοκόλλητο γράφει:

«Του Μπάμπη για πάντα»

-ΧΙΙ-

-Εμάς του Δεύτερου Νεκροταφείου

δίπλα μας φευγαλέα

όταν το τρένο σας περνά

εμάς τα καντηλάκια των μνημάτων

κάθε φορά

ένας υπόγειος άνεμος

άνεμος σκοτεινός

μας σπρώχνει το κεφάλι

και προς το μέρος σας μα γέρνει

πιο πολύ…

 

Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ

Επί λέξει μου είπε:

-Εμφανίζοντας τη φωτογραφία σας

διέκρινα ξάφνου την κοιλιά σας

να σπρώχνει αργά και ύπουλα

το φερμουάρ

σιγά-σιγά να στάζει απ’ τον αφαλό σας

ένα παχύρευστο άσπρο

κι εσάς

να κοιτάτε σαν χαμένος αυτό το υγρό πράμα να προχωρεί

και να λούζει

ολόκληρο το αρνητικό

να ξεχειλίζει πλαδαρά στις μοκέτες μου

ν’ απειλεί φακούς και προβολέα

τέλος να κατακλύζει το ίδιο το μαγαζί μου!

 

-Οπότε

προκειμένου για το ψωμάκι μου

καταλαβαίνετε…

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]

 

Ο ΑΥΤΑΡΚΗΣ ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΦΕ ΤΟΥ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Ο αυτάρκης φτιάχνει τον καφέ του μόνος του

Στον κήπο του λίγοι σπόροι καφέ

και τεύτλα για τη ζάχαρή του.

Τρίβει με υπομονή   κάτω απ’ το μπρίκι

δυο ξυλαράκια για προσάναμμα

στήνει πιο κει το φλιτζανάκι του

και περιμένει.

Ανακατεύει που και που κατά τη συνταγή

τ’ απλά υλικά

κρυφοκοιτάει το πυρωμένο αγκάλιασμα

ενώ με ρίγος ονειρεύεται το προϊόν   της θείας ζυμώσεως.

Όμως εκεί, κατά το σύννεφο –καϊμάκι

ο πονηρός πολτός

τον υπνωτίζει στις καυτές του ανάσες

τον τυλίγει στον τρελό χορό των αρωμάτων

τινάζεται    σε τελευταίο σπασμό

κι εκσπερματώνει

γύρω στο μπρίκι   πάνω στο τραπέζι

και παντού –

 

μπροστά στα μάτια του!

 

ΣΙΝΕΜΑ

Μοιάζει όταν μπαίνεις

από τα φώτα   μες στο σκοτάδι

για ποια ταινία

μοιάζει μ’ οθόνη

και πας να ζήσεις   μ’ ένα μανδύα

για να τυλίξεις   όλα τ’ αεράκια.

Μοιάζει όταν μπαίνεις

μοιάζει με μύτη   σε τζαμαρία

πριν δεις πως είσαι

και πριν καν είσαι

πριν δεις πως είναι

μαύρα κρανία  μέσα στο μαύρο

και μόνον τότε   για να σκοτώσεις.

 

Αλλιώς  

τσακίζεται   όλ’ η ζωή σου   στα ποιήματά σου

κι όμως ούτ’ ένα

απ’ τα δικά σου ποιήματα   γραμμένο.

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]

 

ΤΟ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982)

Ναφθαλίνες στις τσέπες μου βρίσκω

και τέλειωσε το καλοκαίρι.

Στο παλτό μου τώρα πια

θ’ αρχίσω λίγο –λίγο να οχυρώνομαι.

θα στρίβω πάλι σκοτεινός τους γκρίζους δρόμους

καθώς θα μπλέκει το χνότο μου με τον καπνό μου

και θα διαλύονται μαζί   αργά και σπάταλα   στο νοτισμένο αγέρα.

Θα καρφιτσώνω τη φιγούρα μου   κάτω απ’ τις μαρκίζες,

κάτω από τέντες που θα στάζουν, σε περίπτερα,

δίπλα σε σινεμά –

γκρι ζωάκι στο καμηλό παλτό της πόλης.

 

Τώρα που τέλειωσε λοιπόν το καλοκαίρι

είμαι πανέτοιμος.

Στη συννεφιά   στο κρύο

το παγωμένο χαμόγελο περονιάζει

το πλάγιο βλέμμα βρίσκει τον παραλήπτη στην καρδιά

το φρύδι σηκωμένο αδιόρατα μπορεί και κοκαλώνει πιο πολύ.

 

Κι ύστερα

ο καρπός του χεριού ανακτά τη σαγήνη του

τα δάχτυλά μου παίρνουνε στάσεις που μιλούν

στάσεις που παγιδεύουν τάσεις κι αισθήματα.

 

Είμ’ έτοιμος λοιπόν.

Στο κρύο και στη βροχή

μπορώ θαυμάσια να κινήσω τα σκιρτήματα

τον έρωτα ίσως

επιστρατεύοντας τη θλίψη μες στα μάτια μου

βαθαίνοντάς τα μέχρι την απύθμενη μελαγχολία

ή δήθεν τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρα

στο ξαφνικό δυνάμωμα του ανέμου.

Ή ακόμα

τους δυο μου κόμπους που ’σκασαν στα μάτια απ’ το χιονιά

εύκολα θα μπορούσα να εξωθήσω

μέχρι το μάγουλο μ’ αφέλεια.

 

Αυτά

στην ανελέητη προοπτική του επόμενου Αυγούστου

με τις θεές του και τα μπρούτζινα τσογλάνια του

τις ντισκοτέκ του και τις παραλίες του.

 

ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΟΠΟΥ ΒΡΕΙ

(κι όμως φίλε, εμείς, το μέσα του πιάνου, πονάμε για να βγει η δική σου μουσική):

Ι. Φίλε, κάπνιζε τον έρωτα κι άμα τελειώσει λιώσε  τη γόπα, πάτα την, διάλυσέ την   ΙΙ. Άνοιξε το ψυγείο, πυροβόλησε τ’ αυγά να χυθούν οι κρόκοι στο πάτωμα, να συρθούν να γλείφουν τα παιδιά σου.   ΙΙΙ. Και σπάσε το θερμόμετρο μη μετρηθεί το πάθος· και ρίξε τον υδράργυρο στ’ αυτιά σου.   ΙV. Τέλος σημάδεψε και τους βολβούς σου με τη στέκα σ’ αίθουσα μπιλιάρδων.   V. Άλλωστε θα τους βρεις στα μάτια μιας πουτάνας που παντρεύτηκε και τώρα μετανιώνει.   VI. Όσοι χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι στα μάτια μου, θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνίξω.   VII. Μπίρες, μπίρες, μπίρες· τα νιάτα μας σαν τον αφρό σας.   VIII. Η Ελλάδα στο χάρτη μια μπόρα που ξεσπάει καταπάνω μου.   ΙΧ. Όμως δεν μπορεί, θα ’ναι ωραία στη νήσο Βανκούβερ!.. [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ 1982]

Δευτέρα, 21 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ